- ἀναπαιστικός
- ἀνα-παιστικός, ή, όν,A anapaestic, D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναπαιστικός — anapaestic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαιστικός — ή, ό (Α ἀναπαιστικός, ή, όν) [ἀνάπαιστος] (για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους … Dictionary of Greek
αναπαιστικός, -ή — ό για το μέτρο ή το στίχο, όπου κάθε πόδι είναι ανάπαιστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπαιστικά — ἀναπαιστικός anapaestic neut nom/voc/acc pl ἀναπαιστικά̱ , ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc/acc dual ἀναπαιστικά̱ , ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικῶν — ἀναπαιστικός anapaestic fem gen pl ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικόν — ἀναπαιστικός anapaestic masc acc sg ἀναπαιστικός anapaestic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικαί — ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικοῖς — ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικοί — ἀναπαιστικός anapaestic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικοῦ — ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαιστικούς — ἀναπαιστικός anapaestic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)